Είδη Μελιού

Τα διάφορα είδη μελιών διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες: Τα ανθόμελα, που παράγονται από επεξεργασία του συλλεγόμενου νέκταρος των φυτών, και τα μέλια από μελιττώματα, που παράγονται από επεξεργασία μελιττωδών εκκρίσεων μυζητικών εντόμων, τα οποία τρέφονται από φυτικούς χυμούς. Το κάθε μέλι έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ανάλογα από το φυτό από το οποίο προέρχεται. Έτσι από τα ανθόμελα ξεχωρίζουμε το μέλι θυμαριού (εξαιρετικά εύγευστο, κρυσταλλώνει σχετικά δύσκολα), πορτοκαλιάς (πολύ αρωματικό, κρυσταλλώνει εύκολα), καστανιάς (έχει πικρή γεύση και σκούρο χρώμα), ερείκης (πολύ θρεπτικό για τον άνθρωπο και τις μέλισσες, χαρακτηριστική υπόπικρη γεύση), ενώ από τα μέλια μελιττωμάτων τα πιο γνωστά είναι του πεύκου (σκουρόχρωμο, εύγευστο, κρυσταλλώνει πολύ δύσκολα) και της ελάτης (σκουρόχρωμο έως και σχεδόν λευκό, πρακτικά δεν κρυσταλλώνει).

Χαρακτηριστικά μελιού”

Τα διάφορα είδη μελιού διακρίνονται από φυσικά, χημικά, οργανοληπτικά και παλινολογικά (γυρεολογικά) χαρακτηριστικά.
Στα φυσικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνεται το χρώμα, το ιξώδες (πόσο παχύρευστο είναι), καθώς και ο βαθμός κρυστάλλωσης ή ζαχάρωμα του μελιού, η μετατροπή του δηλαδή σε στερεά κατάσταση. Το ζαχάρωμα δεν σημαίνει ότι το μέλι δεν είναι καλής ποιότητας. Είναι μια φυσιολογική κατάσταση η οποία εξαρτάται από την περιεκτικότητα γλυκόζης στο μέλι, ουσίας με την ιδιότητα να κρυσταλλοποιείται. Επηρεάζεται από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος, όπως και από την περιεκτικότατη του μελιού σε γύρη. Με εξαίρεση ελαχίστων μελιών, όπως του πεύκου, της ελάτης και της καστανιάς, όλα τα υπόλοιπα κρυσταλλώνουν, με ρυθμούς που διαφέρουν (το θυμαρίσιο κρυσταλλώνει βραδύτερα)
Όσον αφορά στη χημική του σύσταση, το μέλι αποτελείται κυρίως από σάκχαρα (τα κυριότερα φρουκτόζη, γλυκόζη) σε ποσοστό 80-82% και νερό σε ποσοστό 13-18%. Αν η περιεκτικότητα σε νερό είναι μεγαλύτερη, υπάρχει ο κίνδυνος το μέλι να ξινίσει. Περιλαμβάνει ακόμη, σε μικρές ποσότητες, οργανικά και ανόργανα οξέα, αζωτούχες ενώσεις (κυρίως τα ανθόμελα), ιχνοστοιχεία (περισσότερα στα σκουρόχρωμα μέλια), αιθέρια έλαια και βιταμίνες. Περιέχει, επίσης, ένζυμα, ένα εκ των οποίων, η διαστάση, έχει ιδιαίτερη σημασία για τον προσδιορισμό του χρόνου αποθήκευσης και θέρμανσης του μελιού: Όσο περισσότερο χρόνο έχει αποθηκευτεί ή θερμανθεί το μέλι, τόσο μειώνονται τα επίπεδα διαστάσης σε αυτό και αυξάνεται η περιεκτικότητα σε υδροξυμεθυλοφουρφουράλη.
Το pH του μελιού είναι ενδεικτικό της προέλευσής του, καθώς τα ανθόμελα είναι περισσότερο όξινα από τα μέλια μελιττωμάτων.
Τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά είναι αυτά που, τις περισσότερες φορές, καθορίζουν και τις προτιμήσεις του καταναλωτή. Τα κυριότερα είναι η οσμή και η γεύση (με εξαίρεση κάποια, όπως της καστανιάς και της κουμαριάς, τα μέλια έχουν γενικά γλυκιά γεύση).
Τα παλινολογικά χαρακτηριστικά αναφέρονται στην ποσότητα αλλά και το είδος των γυρεοκόκκων που περιέχονται στο μέλι. Τα χαρακτηριστικά αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, καθώς χρησιμοποιούνται τελευταία για τον έλεγχο της προέλευσης του μελιού